- κομιστάς
- κομιστά̱ς , κομιστήfem acc plκομιστά̱ς , κομιστήςone who takes care ofmasc acc plκομιστά̱ς , κομιστήςone who takes care ofmasc nom sg (epic doric aeolic)κομιστά̱ς , κομιστόςbroughtfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.